- Ἱππόδαμος
- Ἱππόδαμοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππόδαμος — ἱππόδαμος, ον (Α) 1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής* («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας τής πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα τού 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και… … Dictionary of Greek
ἱππόδαμος — tamer of horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιππόδαμος ο Μιλήσιος — (5ος αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Θεωρείται ο εισηγητής του πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο οι δρόμοι των πόλεων τέμνονται κάθετα μεταξύ τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η πόλη του Πειραιά, όπου η αγορά ονομάστηκε προς τιμήν… … Dictionary of Greek
ἱππόδαμον — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem acc sg ἱππόδαμος tamer of horses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμοιο — Ἱππόδαμος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδάμοιο — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμοις — Ἱππόδαμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδάμοις — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμοισι — Ἱππόδαμος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδάμοισι — ἱππόδαμος tamer of horses masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)